- συνουσιασμός
- -οῦ ὁ N 2 0-0-0-0-2=2 4 Mc 2,3; Sir 23,6sexual intercourse; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
συνουσιασμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνουσιασμός — ο, ΝΜΑ [συνουσιάζω] συνουσία … Dictionary of Greek
συνουσιασμοῦ — συνουσιασμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνουσιασμόν — συνουσιασμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμιξία — ἡ, Α (κατά τον Φώτ.) «σύμμιξις, συνουσιασμός». [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού σύμμιξις κατά τα θηλ. σε ία] … Dictionary of Greek
συνουσίασμα — τὸ, Α [συνουσιάζω] συνουσιασμός … Dictionary of Greek
κτηνοβασία — η συνουσιασμός ανθρώπου με ζώο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)